φωτοδέκτης
Greek Monolingual
και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν
1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτι
β) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσεις
γ) μόριο ευαίσθητο στο φως, το οποίο αντιδρά στην παρουσία του, όπως είναι λ.χ. η ροδοψίνη του οφθαλμού
2. βοτ. ουσία ικανή να δεσμεύσει τη φυσική ενέργεια και τελικά να τήν μεταβιβάσει σε άλλα βιοχημικά συστήματα, όπως είναι η χλωροφύλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photoreceptor].