υπαναχωρώ

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώ
αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου
2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.