τοξικότητα

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-φαρμ.) η ιδιότητα μιας ουσίας να προκαλεί τοξικά φαινόμενα, όταν χορηγείται εφάπαξ σε επανειλημμένες δόσεις ή επί μακρό χρονικό διάστημα (α. «οξεία τοξικότητα» β. «υποξεία τοξικότητα» γ. «χρόνια τοξικότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός. Η λ., στον λόγιο τ. τοξικότης, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].