τετραφωνία

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ. α) χορωδιακή, κυρίως, σύνθεση για τέσσερεις φωνές, τετραωδία
β) η εκτέλεση μιας τέτοιας σύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη].