τυροξόος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον, (ξέω)

   A scraping cheese, Sch.D ll.11.639.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροξόος: -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. κνῆστις.

Greek Monolingual

-ον Α
(για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο-ξόος.