τυροξόος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροξόος Medium diacritics: τυροξόος Low diacritics: τυροξόος Capitals: ΤΥΡΟΞΟΟΣ
Transliteration A: tyroxóos Transliteration B: tyroxoos Transliteration C: tyroksoos Beta Code: turoco/os

English (LSJ)

τυροξόον, (ξέω) scraping cheese, Sch.D ll.11.639.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροξόος: -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. κνῆστις.

Greek Monolingual

-ον Α
(για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο-ξόος.