-ουν, Ααυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρό-πους)].