υπόπους

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει κάτω από το σώμα του πόδια («ἅπαν δὲ τὸ ὑπόπουν ἐξ ἀνάγκης ἀρτίους ἔχει τοὺς πόδας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. πρόπους)].