σωκάριον

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

τό,

   A = σχοινίον, Hero *Geom.4.11, dub. l. in Gp.20.42.

German (Pape)

[Seite 1059] τό, = σχοινίον, Hero in Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σωκάριον: τό, = σχοινίον, Ἀρχ. Μαθ. Γεωπ. 20, 42, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])].