σωκάριον

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωκάριον Medium diacritics: σωκάριον Low diacritics: σωκάριον Capitals: ΣΩΚΑΡΙΟΝ
Transliteration A: sōkárion Transliteration B: sōkarion Transliteration C: sokarion Beta Code: swka/rion

English (LSJ)

τό, = σχοινίον, Hero *Geom.4.11, dub. l. in Gp.20.42.

German (Pape)

[Seite 1059] τό, = σχοινίον, Hero in Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σωκάριον: τό, = σχοινίον, Ἀρχ. Μαθ. Γεωπ. 20, 42, κλπ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])].