τρισβδέλυρος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].