σιχαμερός

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός.
επίρρ...
σιχαμερά Ν
με σιχαμερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. -ερός (πρβλ. βροχερός, ζουμερός)].