τρισβδέλυρος

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσβδέλῠρος Medium diacritics: τρισβδέλυρος Low diacritics: τρισβδέλυρος Capitals: ΤΡΙΣΒΔΕΛΥΡΟΣ
Transliteration A: trisbdélyros Transliteration B: trisbdelyros Transliteration C: trisvdelyros Beta Code: trisbde/luros

English (LSJ)

τρισβδέλυρον, thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].