συρρίκνωση

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάρωμα
2. περιορισμός του μεγέθους, μάζεμα
3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση της υψομετρικής κατάστασης ή της θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και αναλόγως να διορθώνεται, ιδίως προκειμένου για εργασίες ύψιστης ακρίβειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρρικνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συρρίκνωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].