ταχιά

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
επίρρ.
1. αύριο πρωί πρωί
2. όπου νά'ναι, σύντομα, σε λίγο («ταχιά θα λογαριαστούμε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) γρήγορα («και δώσ' του το ταχιά στο παραθύρι»)
4. φρ. α) «ταχιά ταχιά» — νωρίς αύριο το πρωί
β) «ώς ταχιά» — μέχρι το πρωί
γ) «ταχιά κι αργά»
(στον Ερωτόκρ.) πρωί και βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ταχέα, πληθ. ουδ. του επίθ. ταχύς (πρβλ. και ταχύ «πρωί»)].