τιμονιέρης
Greek Monolingual
ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος
2. μτφ. κυβερνήτης («τιμονιέρης του κράτους είναι ο πρωθυπουργός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι).
ο, Ν·1. ο χειριστής τιμονιού, πηδαλιούχος
2. μτφ. κυβερνήτης («τιμονιέρης του κράτους είναι ο πρωθυπουργός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. timoniere (βλ. λ. τιμόνι).