τουρλώνω
Greek Monolingual
και τρουλώνω Ν τούρλα
1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό
2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;»)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, -η, -ο
αυτός που προβάλλει, που προεξέχει σαν σφαίρα, φουσκωτός («τουρλωμένος πισινός»)
4. φρ. «τήν τούρλωσα»
(ενν. την κοιλιά) έφαγα πολύ και φούσκωσα, έφαγα χορταστικά.