σφαίρωμα

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαίρωμα Medium diacritics: σφαίρωμα Low diacritics: σφαίρωμα Capitals: ΣΦΑΙΡΩΜΑ
Transliteration A: sphaírōma Transliteration B: sphairōma Transliteration C: sfairoma Beta Code: sfai/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything made round or globular:
1 round weight, in steelyards, Arist.Mech.853b32.
2 pl., buttocks, S.E.P.2.211, Gal. 14.707; sg. in Paul.Aeg.3.77.
3 generally, curve, ζῳδιακοῦ κύκλου Man.5.32.
4 dub. sens. in PCair.Zen.659.12 (iii B.C.).

German (Pape)

τό, jeder zugerundete Körper, insbes. im plur.
a die runden Gewichte od. Gegengewichte in der Waagschale, Arist. mechan. 20.
b die Hinterbacken; Sext.Emp. Pyrrh. 2.211; Schol. Ar. Pax 1239.

Russian (Dvoretsky)

σφαίρωμα: ατος τό
1 шарообразный груз, гиря Arst.;
2 ягодица Sext.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρωμα: τό, πᾶν πρᾶγμα ἐστρογγυλωμένον, στρογγύλον, σφαιρικόν: 1) τὸ στρογγύλον βάρος τῶν ῥωμαϊκῶν στατήρων («κανταρίων»), Τουρκ. «τοποῦζι», Ἀριστ. Μηχαν. 20, 2. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ γλουτοί, τὰ «κωλομέρια», Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 211. 3) σφαῖραἀστήρ, Μανέθων 5. 32, Χρησμ. Σιβ. 3. 88.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ σφαιρῶ
1. καθετί το σφαιρικό
2. το σφαιροειδές αντίρροπο βάρος του ρωμαϊκού στατήρα
νεοελλ.
1. το στρογγυλοποιημένο άκρο σφαιροειδούς λαβής, όπως λ.χ. ξίφους ή ρόπτρου
2. βιολ. α) κάθε κυτταρικό έγκλειστο που παράγει σφαιρίδια ελαίου ή λίπους
β) το σύνολο τών λιπαρών σφαιριδίων
αρχ.
1. (για αστέρες) καμπύλη γραμμή («ζῳδιακοῦ κύκλου σφαιρώματα», Μαν.)
2. στον πληθ. τὰ σφαιρώματα
οι γλουτοί.