τραγῳδικός

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ή, όν,

   A befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. -κῶς Eust.632.37.

German (Pape)

[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].