τρικόνητος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice descerving to be killed, Hsch.; cf. ἐπικονέω, κονή.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόνητος: -ον, «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κονῶ (< κονή «φόνος»), πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἐπι-κονίω ή ἐπικονῶ].