τρικόνητος

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόνητος Medium diacritics: τρικόνητος Low diacritics: τρικόνητος Capitals: ΤΡΙΚΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: trikónētos Transliteration B: trikonētos Transliteration C: trikonitos Beta Code: triko/nhtos

English (LSJ)

τρικόνητον, thrice deserving to be killed, Hsch.; cf. ἐπικονέω, κονή.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόνητος: -ον, «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωρισθῆναι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πολλάκις ἀπολέσθαι ἄξιος καὶ καταχωσθῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κονῶ (< κονή «φόνος»), πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἐπι-κονίω ή ἐπικονῶ].