τρίτσα

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ψάθινο θερινό καπέλο
2. το παιχνίδι τρίλια
3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω
4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» — δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ' επίδραση του τρία.