η, Ν1. ψάθινο θερινό καπέλο2. το παιχνίδι τρίλια3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» — δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ' επίδραση του τρία.