τρίλια

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα, τριόδια, τριόδα, τρίτσα
2. μουσ. φωνητικό ή οργανικό ποίκιλμα που συνίσταται σε ταχεία εναλλασσόμενη επανάληψη δύο γειτονικών φθόγγων
3. τερέτισμα πουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trillo].