τρίλια

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641

Greek Monolingual

και, παλαιότ. τ., τρίλλια, η, Ν
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο δύο παίκτες μετακινούν ο καθένας ανά τρία λιθάρια διαφορετικού χρώματος ή μεγέθους πάνω σε τριπλό ορθογώνιο τετράπλευρο το οποίο χαράσσεται σε πλάκα ή στο έδαφος, αλλ. τρίλιζα, τριόδια, τριόδα, τρίτσα
2. μουσ. φωνητικό ή οργανικό ποίκιλμα που συνίσταται σε ταχεία εναλλασσόμενη επανάληψη δύο γειτονικών φθόγγων
3. τερέτισμα πουλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trillo].