τρόφιον

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

τό,

   A aliment, maintenance, Sammelb. 5349 (ii A. D.).    2 diet, Sor. ap. Gal.12.415: as Adj., ἐδάφη τ. pastures for the Hathor-cow, prob. in BGU1216.113 (ii B. C.).    II circular pad to prevent sores, Gal.18(2).457.

Greek Monolingual

τὸ, Α τροφή
1. θρεπτική ουσία, τροφή
2. τρόπος διατροφής, δίαιτα
3. κυκλική προστατευτική επικάλυψη που εμποδίζει την πτώση λίθων
4. (με σημ. επιθέτου στη φρ.) «ἐδάφη τρόφια» — τα βοσκοτόπια πάπ..