τσίπουρο
Greek Monolingual
το, Ν
1. συν. στον πληθ. τα τσίπουρα
υπολείμματα από το πάτημα τών σταφυλιών, τα στέμφυλα
2. συνεκδ. οινοπνευματώδες απόσταγμα από στέμφυλα που έχουν υποστεί ζύμωση, αλλ. τσικουδιά ή ρακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκοταταρ. sapre. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συγγενεύει με τον τ. σίκερα «οινοπνευματώδες ποτό τών αρχ. Εβραίων» με τροπή του -σ- σε -τσ- (πρβλ. τσυρίζω: συρίζω) και δυσερμήνευτη τροπή του -ε-σε -ου-].