ρακή

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

η, και ρακί, το, Ν
άκλ. (τεχνολ. τροφ.) τοπικό οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται στην Μακεδονία, σε διάφορα νησιά και, κυρίως, στην Κρήτη με απόσταξη από πρώτες ύλες, όπως είναι τα στέμφυλα του σταφυλιού μετά την παραλαβή του γλεύκους, τα μούρα ή τα δαμάσκηνα, μαζί με διάφορες αρωματικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raki < ινδ. arrak «οινόπνευμα από ρύζι»].