ρακή

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

η, και ρακί, το, Ν
άκλ. (τεχνολ. τροφ.) τοπικό οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται στην Μακεδονία, σε διάφορα νησιά και, κυρίως, στην Κρήτη με απόσταξη από πρώτες ύλες, όπως είναι τα στέμφυλα του σταφυλιού μετά την παραλαβή του γλεύκους, τα μούρα ή τα δαμάσκηνα, μαζί με διάφορες αρωματικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raki < ινδ. arrak «οινόπνευμα από ρύζι»].