υπερτερώ

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτερος
είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω
αρχ.
αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.