υποθηκεύω

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
εγγράφω υποθήκη σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, το χρησιμοποιώ ως εγγύηση για δάνειο ή για άλλη παροχή που πήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].