-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημινεοελλ.αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχειαρχ.1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.