φαρμακολογία

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(φαρμ.) επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της επενέργειας τών φαρμάκων στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και την έρευνα και παραγωγή φαρμακευτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacologie (< φάρμακο + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].