φέρσιμο
Greek Monolingual
το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρ-σιμο)].
το, Ν
1. μεταφορά
2. τρόπος συμπεριφοράς, συμπεριφορά, διαγωγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρ-σιμο)].