φορμαλιστικός

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φορμαλιστής
1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό
2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) άλλη ονομασία του υπερβατικού ιδεαλισμού.
επίρρ...
φορμαλιστικά Ν
με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη του φορμαλισμού.