ιδεαλισμός
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
ο
1. η τάση προς το ιδεώδες, η αναζήτηση του ιδεώδους
2. γενικός χαρακτηρισμός τών φιλοσοφικών θεωριών που υποστηρίζουν ότι η συνείδηση, η σκέψη, το ψυχικό και πνευματικό στοιχείο είναι τα πρωταρχικά και θεμελιώδη, ενώ η ύλη, η φύση και γενικά το φυσικό στοιχείο είναι δευτερεύοντα παράγωγα καθοριζόμενα και εξαρτημένα
3. φρ. α) «υποκειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη η οποία ταυτίζει το πνεύμα με την υποκειμενική συνείδηση, αρνούμενη την ανεξάρτητη από το γνωστικό υποκείμενο ύπαρξη της υλικής πραγματικότητας και ανάγοντας τη συνείδηση αυτή και τα παράγωγά της σε μόνη πραγματικότητα
β) «αντικειμενικός ιδεαλισμός» — κοσμοαντίληψη κατά την οποία το Είναι θεμελιώνεται σε μια αυθύπαρκτη πνευματική πραγματικότητα —όπως λ.χ. στις Ιδέες, στην Απόλυτη Ιδέα, στο Ανώτατο Πνεύμα ως δημιουργού τών πάντων κ.λπ. — ανεξάρτητη από την ατομική συνείδηση του υποκειμένου, του ανθρώπου
γ) «απόλυτος ιδεαλισμός» — η κοσμοαντίληψη του εγελιανισμού
δ) «υπερβατικός ιδεαλισμός» ή «κριτικός ιδεαλισμός» — όρος που χρησιμοποίησε ο Καντ για να χαρακτηρίσει το φιλοσοφικό σύστημά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε-), πρβλ. γαλλ. idealisme < γαλλ. ideal (< λατ. ide-alis < idea, πρβλ. ιδέα) + -isme, ενώ ως προς την κατάλ. (-αλισμός) είναι μεταφορά. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Κωνστ. Ηρακλείδη].