χαλκεόκρανος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A bronze-tipped, ἰός B.5.74.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύ-κρανος, ταυρό-κρανος].