χαλκεόκρανος

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεόκρᾱνος Medium diacritics: χαλκεόκρανος Low diacritics: χαλκεόκρανος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: chalkeókranos Transliteration B: chalkeokranos Transliteration C: chalkeokranos Beta Code: xalkeo/kranos

English (LSJ)

χαλκεόκρανον, bronze-tipped, ἰός B.5.74.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύκρανος, ταυρόκρανος].