χάμω

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χάμου Ν
επίρρ. τοπ. καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί, κατά τα επιρρ. έξω, επάνω, κάτω, και με αναβιβασμό του τόνου μέσω ενός τ. χάμαι. Ο τ. χάμου < χάμω κατά τα αλλού, παντού].