ἀλκίβιος, η (Α)είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.