αντίστοιχος

Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίστοιχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον
2. ίσος, όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + -στοιχος < στοίχος «γραμμή, σειρά, ευθύγραμμη διάταξη» (πρβλ. περίστοιχος, σύστοιχος κ.ά.)].