ἀπόκοιτος, -ον (Α)1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].