ἀνθρακίας, ο (AM)μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένοςμσν.1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.