ἀνθρακίας
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
-ου, ὁ, burnt to a cinder, Luc.Icar. 13, cf. DMort.20.4,al.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 persona carbonizada Luc.Icar.13.
2 un granate prob. rubí, coruscat uelut scintillantibus stellis Solin.37.24, cf. ἀνθρακῖτις 1.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, der Kohlschwarze, Luc. Icarom. 13.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
noir comme du charbon.
Étymologie: ἄνθραξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρᾰκίας: ου ὁ угольщик Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρακίας: -ου, ὁ, μέλας ὡς ὁ ἄνθραξ, «μαῦρος ’σὰν τὸ κάρβουνο» Λουκ. Ἰκαρομ. 13.
Greek Monolingual
ἀνθρακίας, ο (AM)
μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος
μσν.
1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης
2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.
Greek Monotonic
ἀνθρᾰκίας: -ου, ὁ (ἄνθραξ), άνδρας μαύρος όπως το κάρβουνο, σε Λουκ.