ἀντωπός, -όν (Α)1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον2. όμοιος3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].