ἀθιγής

Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές, (θιγεῖν)

   A untouched, Theopomp.Hist.76; of a virgin, Epigr.Gr.521 (Thessalonica).    2 intangible, S.E.M.9.281.    II Act., not having touched, νεκροῦ Porph. ap. Eus.PE5.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῐγής: -ές, (θιγεῖν), ἄθικτος, ἄψαυστος, Θεόπομπ. Ἱστορικὸς 79· ἐπὶ παρθένου, Ἀνθ. Π. παραρτ. 248. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ ἢ ἐγγίςῃ, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 281.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non touché, vierge;
2 que l’on ne peut toucher.
Étymologie: ἀ, θιγεῖν.

Spanish (DGE)

-ές
I 1intacto κρέα Theopomp.Hist.76, cf. Sch.Theoc.1.60
de un varón SEG 39.583 (Macedonia, imper.), de la Virgen, Ath.Al.M.26.1097C.
2 intangible τὸ ἀσώματον S.E.M.9.281.
3 que no ha tocado c. gen. νεκροῦ Porph.Ep.Aneb.2.8.
II adv. -ῶς sin contacto, sin ser afectado por contacto Ath.Al.M.26.1128A, 1136C.

Greek Monotonic

ἀθῐγής: -ές (θιγγάνω), άθικτος, ανέπαφος, λέγεται για παρθένο κόρη, σε Ανθ.