θιγεῖν

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

French (Bailly abrégé)

inf. de ἔθιγον, ao.2 de θιγγάνω.

Greek Monotonic

θῐγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θιγγάνω.

Russian (Dvoretsky)

θιγεῖν: inf. aor. 2 к θιγγάνω.