ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
inf. de ἔθιγον, ao.2 de θιγγάνω.
θῐγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του θιγγάνω.
θιγεῖν: inf. aor. 2 к θιγγάνω.