αἰνόλινος
English (LSJ)
ον,
A unfortunate in life's thread (i.e. dying young), AP7.527 (Theod.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλῐνος: -ον, δυστυχής, ὁ ἔχων δυστυχὲς τῆς ζωῆς τὸ νῆμα, ἐν σχέσει πρὸς τὰς Μοίρας, Ἀνθ. Π. 7. 527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au fil ou à la trame funeste.
Étymologie: αἰνός, λίνον.
Spanish (DGE)
(αἰνόλῐνος) -ον
de triste hilode la vida de un joven muerto AP 7.527 (Theodorid.).
Greek Monotonic
αἰνόλῐνος: -ον (λίνον), άτυχος, δυστυχής στης ζωής το νήμα, λέγεται σε σχέση με τις Μοίρες, σε Ανθ.