αἰνόλινος

Revision as of 17:30, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A unfortunate in life's thread (i.e. dying young), AP7.527 (Theod.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλῐνος: -ον, δυστυχής, ὁ ἔχων δυστυχὲς τῆς ζωῆς τὸ νῆμα, ἐν σχέσει πρὸς τὰς Μοίρας, Ἀνθ. Π. 7. 527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au fil ou à la trame funeste.
Étymologie: αἰνός, λίνον.

Spanish (DGE)

(αἰνόλῐνος) -ον
de triste hilode la vida de un joven muerto AP 7.527 (Theodorid.).

Greek Monotonic

αἰνόλῐνος: -ον (λίνον), άτυχος, δυστυχής στης ζωής το νήμα, λέγεται σε σχέση με τις Μοίρες, σε Ανθ.