ἀειφλεγής

Revision as of 17:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 41] ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειφλεγής: -ές, ὁ ἀεὶ φλέγων, Γρηγ. Ναζ. πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 409.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
toujours brûlant.
Étymologie: ἀεί, φλέγω.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [ac. ἀειφλεγέα]
siempre llameantede Pandora δαλός ἀ. Gr.Naz.Mul.Orn.122.

Greek Monotonic

ἀειφλεγής: -ές (φλέγω), αυτός που καίει πάντοτε, σε Ανθ.