ἀειφλεγής
German (Pape)
[Seite 41] ές, stets brennend, Greg. Nas.; ἄλγος Gaet. 9 (Xt, 409), Conj. ἀφειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειφλεγής: -ές, ὁ ἀεὶ φλέγων, Γρηγ. Ναζ. πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 409.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [ac. ἀειφλεγέα]
siempre llameantede Pandora δαλός ἀ. Gr.Naz.Mul.Orn.122.