ἀναφθέγγομαι

Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A call out aloud, Ph.1.74, al., Plu.Thes.24, Caes.46, etc.: c. acc., Plb.18.5.6; λόγιον Ph.2.177.

German (Pape)

[Seite 213] aufschreien, laut sagen, Pol. 17, 5; χρησμούς Plut. Thes. 24, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφθέγγομαι: ἀποθ., ἀναφωνῶ, ἀναβοῶ, Πολύβ. 17. 5, 6, Πλουτ. Θησ. 24, Καῖσ. 46, κτλ.: - ἀνάφθεγξις, εως, ἡ Φίλων.

French (Bailly abrégé)

1 parler à haute voix;
2 prononcer à haute voix, acc..
Étymologie: ἀνά, φθέγγομαι.

Spanish (DGE)

1 pronunciar, decir τοῦτο Plb.18.5.6, τὸ τοῦ Πλάτωνος Plu.2.40d, τάδε Ph.2.126, Philostr.VA 1.24
abs. seguido de las palabras textuales, D.C.76.17.4, Ph.1.74, S.E.P.3.181
c. ac. int. τὰ ὀνόματα S.E.M.1.143, τὰ ῥήματα Ῥωμαϊστὶ Plu.Caes.46, πάσας φωνάς Aristaenet.1.18.28.
2 pronunciar oráculos χρησμόν Ph.2.176, Philostr.Im.2.33, (λόγιον) Ph.2.177
abs. pronunciar oráculos Σίβυλλαν ... ἀναφθεγξαμένην Plu.Thes.24.

Greek Monolingual

ἀναφθέγγομαι (Α)
αναφωνώ, φωνάζω δυνατά.

Greek Monotonic

ἀναφθέγγομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., αναφωνώ, αναβοώ, σε Πλούτ.