αναβοώ

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναβοῶ)
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
αρχ.
1. αφήνω κραυγή εκπλήξεως, θλίψης ή πόνου
2. θρηνώ κραυγάζοντας
3. καλώ σε βοήθεια, επικαλούμαι
4. επαινώ, εκθειάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βοῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναβόαμα
αρχ.-μσν.
ἀναβόησις].