ἀναμολεῖν

Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. βλώσκω),

   A go through, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.Hec.928.

German (Pape)

[Seite 198] in tmesi, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμολεῖν: ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. βλώσκω), διέρχομαι, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.

Spanish (DGE)

v. ἀναβλώσκω.

Greek Monotonic

ἀναμολεῖν: απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι, διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.