ἀρχισυνάγωγος

Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A ruler of a synagogue, Ev.Marc. 5.22, al., IG14.2304, Ramsay Cities and Bishoprics No.559:—hence ἀρχι-συνᾰγωγέω, BCH8.463 (Thessalonica, ii A. D.).    II master of a guild or company, IGRom.1.782 (Thrace), etc.

German (Pape)

[Seite 366] ὁ, Oberster der Synagoge, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχισυνάγωγος: ὁ, ὁ ἀρχηγός τῆς συναγωγῆς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Ε΄, 22 κἑξ., κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9894β, 9906. ΙΙ. ὁ αρχηγὸς σωματείου τινὸς ἢ ἑταιρείας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2007, 2221.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef de synagogue.
Étymologie: ἄρχω, συναγωγή.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ

• Alolema(s): ἀρχοσ- CIIud.1.587, 596
1 presidente de un gremio o colegio religioso o no SB 623 (I a.C.), IGR 1.782 (Perinto), διδάσκαλος καὶ τῶν ἀπ' Αἰγύπτου μάγων ἀ. Dion.Alex. en Eus.HE 7.10.4.
2 en el culto judío archisinagogo, encargado de la sinagoga, Eu.Marc.5.22, Eu.Luc.8.49, Act.Ap.13.15, Iust.Phil.Dial.137.2, CIIud.1.282, 584, 638, MAMA 4.90 (Sinada), 6.264 (Armonia)
cargo hereditario ἱερεὺς καὶ ἀ. υἱὸς ἀρχισυν[αγώ] γ[ο] υ, υἱωνὸς ἀρχισυν[α] γώγου SEG 8.170.2 (Jerusalén I d.C.), conferido honoríficamente a su mujer CIIud.2.741.1 (Esmirna), o a un niño pequeño CIIud.1.587.

English (Strong)

from ἀρχή and συναγωγή; director of the synagogue services: (chief) ruler of the synagogue.

English (Thayer)

ἀρχισυναγώγου, ὁ (συναγωγή), ruler of a synagogue, הַכְּנֶסֶת רֹאשׁ: Schürer (Theol. Literatur-Zeit., 1878, p. 5) refers to Corp. Inscriptions Grace. no 2007f. (Addenda ii., p. 994), no. 2221{c} (ii., p. 1031), nos. 9894,9906; Mommsen, Inscriptions Regni Neap. no. 3657; Garrucci, Cimitero degli antichi Ebrei, p. 67; Lampridius, Vita Alexandr. Sever c. 28; Vopiscus, Vit. Saturnin c. 8; Codex Theodos. 16:8,4, 13,14; also Acta Pilat. in Tdf. s Ev. Apocr. edition 2, pp. 221,270, 275,284; Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 137; Epiphanius haer. 30,18; Eusebius, h. e. 7,10, 4; see fully in his Gemeindeverfassung der Juden in Rom in d. Kaiserzeit nach d. Inschrften dargestellt (Leips. 1879), p. 25f).)

Greek Monolingual

ἀρχισυνάγωγος, ο (Α)
ο αρχηγός της ιουδαϊκής συναγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγή < συνάγω.

Greek Monolingual

ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)
αυτός που φέρνει ένωση και ομόνοια, ο κατεξοχήν συμφιλιωτικός («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεν
αὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγός, -όν < συνάγω.

Greek Monotonic

ἀρχισυνάγωγος: ὁ (συναγωγή), αρχηγός της συναγωγής, σε Καινή Διαθήκη